- ρευματολόγος
- ο, Νγιατρός ειδικός για τους ρευματισμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheumatologist < rheumatology (βλ. λ. ρευματολογία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek